- έκπτωτος
- -η, -οπου στερήθηκε εξουσία, βαθμό, δικαίωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἔκπτωτος — abject masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκπτωτος — η, ο (AM ἔκπτωτος, ον) μσν. νεοελλ. αυτός από τον οποίο αφαιρέθηκε η εξουσία, το αξίωμα («ἐκπτωτος βασιλιάς», «έκπτωτος αρχιερεύς») νεοελλ. «έκπτωτος εργολάβος» αυτός που έχασε τα δικαιώματά του γιατί δεν εκτέλεσε επαρκώς τους όρους τής συμβάσεως … Dictionary of Greek
ἔκπτωτον — ἔκπτωτος abject masc/fem acc sg ἔκπτωτος abject neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπτώτου — ἔκπτωτος abject masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπτώτους — ἔκπτωτος abject masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκπτωτοι — ἔκπτωτος abject masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
FF.C — Infobox musical artist | Name = FF.C Landscape = no Img capt = Background = group or band Origin = flagicon|Greece Athens, Greece Genre = Hip Hop Years active = 1987 2005 Label = Polygram Universal ΉχοτρονFF.C (FortiFied Concept) is a Greek Hip… … Wikipedia
Пападиамандис, Александрос — Александрос Пападиамандис греч. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης … Википедия
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
μαζίλης — και μαζούλης, ὁ (Μ) έκπτωτος, καθαιρεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοτουρκ. măzul] … Dictionary of Greek